- καταδοχή
- καταδοχή, ἡ (AM)μσν.η παραλαβή κληρονομιάςαρχ.1. η εκ νέου παραδοχή, η υποδοχή κάποιου που επιστρέφει2. η είσοδος τής ψυχής στο σώμα3. δοχείο.[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)-* + -δοχή (< δέχομαι), πρβλ. παραδοχή, υπο-δοχή].
Dictionary of Greek. 2013.